κωμητικός

κωμητικός
κωμ-ητικός, ή, όν,
A of a κώμη, τὰ κ. funds of the κ., PRyl.221.29 (iii A.D.), PTeb.340i10 (iii A.D.);

κ. κατάστασις Just.Nov.38.6

; delivered by a

κ., χόρτος Sammelb.4496.18

(vi A.D.).
II rustic, peasant,

γύναιον Porph. Chr.64

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κωμητικός — κωμητικός, ή, όν (AM) [κωμήτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κώμη («κωμητικὰ τείχη», Συνέσ.) …   Dictionary of Greek

  • κωμητικά — κωμητικός of a neut nom/voc/acc pl κωμητικά̱ , κωμητικός of a fem nom/voc/acc dual κωμητικά̱ , κωμητικός of a fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμητικαῖς — κωμητικός of a fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμητικῆς — κωμητικός of a fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμητικῷ — κωμητικός of a masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμητικάς — κωμητικά̱ς , κωμητικός of a fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”